- περιμετρία
- ηιατρ. ο προσδιορισμός τού οπτικού πεδίου με τη βοήθεια τού περιμέτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perimetrie (< περι-* + -μετρία*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιμέτρηση — η / περιμέτρησις, ήσεως, ΝΑ [περιμετρώ] νεοελλ. η περιμετρία αρχ. το να μετράει κανείς την περιφέρεια κυκλικού σώματος … Dictionary of Greek